- ἀπογείου
- ἀπόγαιοςmasc/fem/neut gen sgἀπόγειοςfrom landmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίγειο — (Αστρον.). Το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο της τροχιάς της Σελήνης ή ενός τεχνητού δορυφόρου, κατά την περιφορά τους γύρω από τη Γη. Το π. είναι το αντίθετο του απόγειου* … Dictionary of Greek